- ευφάλαρος
- εὐφάλαρος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ωραία φάλαρα*, δηλ. κοσμήματα μετάλλινα τής περικεφαλαίας ή τής προμετωπίδας τών αλόγων2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐφάλαραλαμπρά».[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάλαρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.